- αλισμός
- ἁλισμός, ο (Α) [ἁλίζω ΙΙ]αλάτισμα, πάστωμα, τοποθέτηση στην άλμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁλισμός — sprinkling with salt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλισμοῦ — ἁλισμός sprinkling with salt masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλισμόν — ἁλισμός sprinkling with salt masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… … Dictionary of Greek
ιδεαλισμός — Φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ο ι. αντιτίθεται στον υλισμό, καθώς τείνει να αναγάγει το ον ή την πραγματικότητα σε μια… … Dictionary of Greek